βλάψιμο
Смотреть что такое "βλάψιμο" в других словарях:
βλάψιμο — το [βλάπτω] 1. βλάβη, ζημιά 2. πληγή 3. ελάττωμα 4. (για την τιμή) προσβολή 5. οι αδιαθεσίες της εγκύου κατά τους πρώτους μήνες της κύησης … Dictionary of Greek
βλάψιμο — το η βλάβη, η ζημιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek
σκονάδι — το, Ν [σκόνη] (διαλ. τ.) (στην Κρήτη) καθετί που αντιβαίνει τους κανόνες ηθικής, ελάττωμα, ψεγάδι («βλάψιμο τσ ίδιας φύσης και σκονάδι», Ερωφ.) … Dictionary of Greek